- καταβόδιο
- τοβλ. κατευόδιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατευόδιο — κατευόδιο, το και καταβόδιο, το 1. καλός δρόμος, καλό ταξίδι. 2. (συνήθ. σε ευχή), «καλό κατευόδιο», καλό ταξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)